-
1 παφλάζω
παφλάζω, Blasen aufwerfen, brausen, rauschen; vom stürmischen Meere, Il. 12, 798, κύματα παφλάζοντα πολυφλοίσβοιο ϑαλάσσης; vom kochenden Brei, Ar. frg. 423; vgl. Eubul. bei Ath. VI, 229 a, λοπὰς παφλάζει βαρβάρῳ φυσήματι; und im pass., ἕψεται, παφλάζεται, Antiphan. bei Ath. IV, 169 d. – Uebertr. von leidenschaftlicher Aufregung u. Gährung des Gemüthes, καὶ κεκραγώς, Ar. Pax 314, vgl. Equ. 919; auch = plappern, schwatzen, ἔμφρονος λόγου κόμποις παφλάζων, Timocles bei Ath. VIII, 342 a. – Es ist eine reduplleirte Form von φλάζω, φλαίνω, φλέω.
См. также в других словарях:
κύμα — Διάδοση μιας διαταραχής περιοδικής μορφής με πεπερασμένη ταχύτητα στον χώρο, αρχικά εντοπισμένης, η οποία περιέχει ή όχι ένα υλικό μέσο. Η διάδοση αυτή δεν συνεπάγεται σε καμία περίπτωση μετακινήσεις του συνόλου του μέσου διάδοσης, αλλά μεταφορά… … Dictionary of Greek